απονενοημένος

απονενοημένος
-η, -ο
βλ. απονοούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπονενοημένος — ἀπονοέομαι have lost all sense perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονοούμαι — ἀπονοοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ 2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισία II. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, η, ο (αρχ. μσν., ος, ον) απεγνωσμένος, απελπισμένος αρχ. πρόστυχος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”